- μηδενιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο μηδενισμό: Μηδενιστική διδασκαλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηδενιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον μηδενιστή ή στον μηδενισμό. επίρρ... μηδενιστικώς και ά κατά την άποψη τού μηδενισμού, από μηδενιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek